- Νικόφημος
- Νικόφημοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νικοφήμου — Νικόφημος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικοφήμῳ — Νικόφημος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικόφημον — Νικόφημος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НИКОФЕМ — • Nicophēmus, Νικόφημος, из Афин, друг и боевой товарищ Конона, который в 393 г. оставил его гармостом на острове Кифере (Хеn. Hell. 4, 8, 8); за два года перед тем он поставил его вместе с Иеронимом во главе флота на время своего… … Реальный словарь классических древностей
αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… … Dictionary of Greek
Νικοφήμωι — Νικοφήμῳ , Νικόφημος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)